·

staggering (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
stagger (ρήμα)

επίθετο “staggering”

βασική μορφή staggering (more/most)
  1. συγκλονιστικός
    She won the lottery with a staggering amount of $100 million.