·

arrow (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “arrow”

ενικός arrow, πληθυντικός arrows
  1. βέλος
    The archer pulled back the bowstring and released, sending the arrow flying straight towards the target.
  2. βέλος (σύμβολο που δείχνει κατεύθυνση)
    Follow the arrows on the floor to reach the emergency exit.