·

announced (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
announce (ρήμα)

επίθετο “announced”

βασική μορφή announced, μη βαθμ.
  1. ανακοινωμένος
    The teacher conducted both announced and unannounced quizzes to ensure students were always prepared.