·

airbag (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “airbag”

ενικός airbag, πληθυντικός airbags
  1. αερόσακος (μια συσκευή ασφαλείας: ένας σάκος που φουσκώνει γρήγορα με αέρα για να προστατεύσει τους επιβάτες σε περίπτωση σύγκρουσης)
    When the car crashed, the airbag inflated and saved his life.
  2. φουσκωμένος σάκος που χρησιμοποιείται από κασκαντέρ για να προσγειώνονται με ασφάλεια από μεγάλες πτώσεις
    The stuntman jumped from the building and landed safely on the airbag.