ουσιαστικό “agitation”
ενικός agitation, πληθυντικός agitations ή μη μετρήσιμο
- αναστάτωση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her constant pacing and fidgeting were clear signs of her agitation before the big exam.
- αναταραχή (δημόσια διαμαρτυρία)
The environmental agitation grew as more people joined the protests against deforestation.