·

Italianate (EN)
επίθετο

επίθετο “Italianate”

βασική μορφή Italianate (more/most)
  1. ιταλιζον (που μοιάζει με ιταλικό στυλ ή χαρακτήρα)
    The house was designed in an Italianate style, featuring elegant arches and columns.
  2. (στη γλωσσολογία) που σχετίζεται με έναν τρόπο προφοράς των λατινικών που μιμείται τα σύγχρονα ιταλικά
    The choir adopted an Italianate pronunciation for their performance of the Latin mass.