·

Brit (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “Brit”

ενικός Brit, πληθυντικός Brits
  1. Βρετανός (ανεπίσημο: ένα άτομο από τη Βρετανία)
    I met some friendly Brits during my trip to London.
  2. Brit (βραβείο που δίνεται ετησίως για επιτεύγματα στη βρετανική μουσική βιομηχανία)
    The band won a Brit for best album of the year.