ουσιαστικό “workshop”
ενικός workshop, πληθυντικός workshops
- εργαστήριο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The carpenter spent hours in his workshop, crafting beautiful wooden furniture.
- σεμινάριο
The company organized a leadership workshop to help employees develop their management skills.
- συνεργασία (στο πλαίσιο ακαδημαϊκής ή επαγγελματικής συζήτησης)
She was excited to present her research at the upcoming linguistics workshop at the university.