·

winter (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “winter”

ενικός winter, πληθυντικός winters ή μη μετρήσιμο
  1. χειμώνας
    The children love to build snowmen during the winter.
  2. χειμώνας (περίοδος παρακμής ή γήρατος)
    He found peace in painting during the winter of his life.

ρήμα “winter”

απαρέμφατο winter; αυτός winters; αόριστος wintered; μετοχή αορ. wintered; μετοχή ενεστ. wintering
  1. ξεχειμωνιάζω
    Many birds winter in warmer climates to escape the cold.
  2. διαχειμάζω
    Farmers often winter their livestock indoors to protect them from harsh weather.