ουσιαστικό “winter”
ενικός winter, πληθυντικός winters ή μη μετρήσιμο
- χειμώνας
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The children love to build snowmen during the winter.
- χειμώνας (περίοδος παρακμής ή γήρατος)
He found peace in painting during the winter of his life.
ρήμα “winter”
απαρέμφατο winter; αυτός winters; αόριστος wintered; μετοχή αορ. wintered; μετοχή ενεστ. wintering
- ξεχειμωνιάζω
Many birds winter in warmer climates to escape the cold.
- διαχειμάζω
Farmers often winter their livestock indoors to protect them from harsh weather.