·

upward (EN)
επίρρημα, επίθετο

επίρρημα “upward”

upward
  1. προς τα πάνω
    The balloon drifted upward in the breeze.
  2. άνω
    Children aged twelve and upward must have a ticket.

επίθετο “upward”

βασική μορφή upward (more/most)
  1. ανοδικός (κατευθυνόμενος προς τα πάνω)
    They followed the upward path through the mountains.