·

twisted (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
twist (ρήμα)

επίθετο “twisted”

βασική μορφή twisted (more/most)
  1. διαστρεβλωμένος (με διαταραγμένη σκέψη)
    The villain's twisted mind found joy in causing others pain.
  2. στριμμένος
    The old tree was so twisted that it looked like a shrub.