ουσιαστικό “timepiece”
ενικός timepiece, πληθυντικός timepieces
- χρονόμετρο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He checked his wristwatch, the simplest timepiece he owned, before starting the meeting.