·

tempting (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
tempt (ρήμα)

επίθετο “tempting”

βασική μορφή tempting (more/most)
  1. δελεαστικός
    The chocolate cake looked so tempting that I couldn't resist having a slice.