ουσιαστικό “superpower”
ενικός superpower, πληθυντικός superpowers ή μη μετρήσιμο
- υπερδύναμη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
During the Cold War, the world was primarily divided between two superpowers, the United States and the Soviet Union, each leading its own bloc of allied nations.
- υπερδύναμη (σε χαρακτήρες από ιστορίες και ταινίες)
Her superpower allowed her to become invisible at will, making her an invaluable spy.