·

stuck (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
stick (ρήμα)

επίθετο “stuck”

βασική μορφή stuck, μη βαθμ.
  1. κολλημένος
    The key got stuck in the lock, and now I can't open the door.
  2. δεν μπορεί να προχωρήσει (σε κάποια εργασία ή δραστηριότητα)
    She's been stuck on the same level of the game for hours.
  3. μπλοκαρισμένος (σε μηχανισμούς ή συσκευές)
    My computer mouse is stuck and won't move at all.