ουσιαστικό “store”
ενικός store, πληθυντικός stores ή μη μετρήσιμο
- κατάστημα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She bought a new dress at the clothing store downtown.
- αποθήκη
The shed in our backyard serves as a store for gardening tools.
- απόθεμα
Despite the power outage, the village had a large store of canned food to rely on.
ρήμα “store”
απαρέμφατο store; αυτός stores; αόριστος stored; μετοχή αορ. stored; μετοχή ενεστ. storing
- αποθηκεύω
We stored the winter coats in the basement until next season.
- χωράει (για αντικείμενα)
The water bottle stores enough liquid to keep you hydrated during the hike.
- αποθηκεύω (για πληροφορίες ή γεγονότα)
The computer stores all the photos you upload.