ουσιαστικό “sommelier”
ενικός sommelier, πληθυντικός sommeliers
- σομελιέ (ένα άτομο σε εστιατόριο που είναι υπεύθυνο για το σερβίρισμα κρασιού και την πρόταση κρασιών στους πελάτες)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The sommelier suggested a fine red wine to accompany our dinner.