·

sommelier (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “sommelier”

ενικός sommelier, πληθυντικός sommeliers
  1. σομελιέ (ένα άτομο σε εστιατόριο που είναι υπεύθυνο για το σερβίρισμα κρασιού και την πρόταση κρασιών στους πελάτες)
    The sommelier suggested a fine red wine to accompany our dinner.