·

singles (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
single (ουσιαστικό, ρήμα)

επίθετο “singles”

βασική μορφή singles, μη βαθμ.
  1. ανύπαντροι (για άτομα που δεν είναι παντρεμένα)
    The singles group from the church is planning a picnic next Saturday.

ουσιαστικό “singles”

ενικός singles, πληθυντικός singles ή μη μετρήσιμο
  1. αγώνες μονού (στον αθλητισμό)
    She excelled at tennis, especially in singles where she didn't have to rely on a partner.