·

signature (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “signature”

ενικός signature, πληθυντικός signatures
  1. υπογραφή
    Please sign here with your full signature to complete the form.
  2. χαρακτηριστικό γνώρισμα
    You can hear the band's signature in the song that's playing right now.
  3. σημάδι (μουσικό)
    The time signature tells musicians how many beats are in each measure.
  4. υπογραφή (στο διαδίκτυο)
    His forum signature includes a quote from his favorite book.
  5. υπογραφή (υπολογιστική)
    The antivirus software updates its signatures daily.
  6. ψηφιακή υπογραφή
    Digital signatures are important for secure online transactions.
  7. τυπογραφικό φύλλο
    The printer arranged the pages into signatures before binding.

επίθετο “signature”

βασική μορφή signature, μη βαθμ.
  1. χαρακτηριστικός (υποδηλωτικός ταυτότητας)
    The chef's signature dish is roasted duck with orange sauce.