ουσιαστικό “sand”
ενικός sand, πληθυντικός sands ή μη μετρήσιμο
- άμμος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The children built a castle out of sand at the beach.
- αμμώδες χρώμα
She painted her living room walls a soft sand to create a warm and inviting atmosphere.
επίθετο “sand”
βασική μορφή sand, μη βαθμ.
- αμμώδης
She wore a sand dress that matched the beach perfectly.
ρήμα “sand”
απαρέμφατο sand; αυτός sands; αόριστος sanded; μετοχή αορ. sanded; μετοχή ενεστ. sanding
- τρίβω με άμμο (για να λειάνω την επιφάνεια)
She sanded the wooden table to remove the rough spots.