·

sand (EN)
ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα

ουσιαστικό “sand”

ενικός sand, πληθυντικός sands ή μη μετρήσιμο
  1. άμμος
    The children built a castle out of sand at the beach.
  2. αμμώδες χρώμα
    She painted her living room walls a soft sand to create a warm and inviting atmosphere.

επίθετο “sand”

βασική μορφή sand, μη βαθμ.
  1. αμμώδης
    She wore a sand dress that matched the beach perfectly.

ρήμα “sand”

απαρέμφατο sand; αυτός sands; αόριστος sanded; μετοχή αορ. sanded; μετοχή ενεστ. sanding
  1. τρίβω με άμμο (για να λειάνω την επιφάνεια)
    She sanded the wooden table to remove the rough spots.