·

salts (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
salt (ουσιαστικό, ρήμα)

ουσιαστικό “salts”

salts, μόνο πληθυντικός
  1. ουσία που μοιάζει με αλάτι και χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό
    She used some bath salts to help relax her muscles.