επίθετο “sad”
sad, συγκρ. sadder, υπερθ. saddest
- λυπημένος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He felt sad after hearing the bad news.
- θλιμμένος
She felt sad when she saw the wilted flowers.
- στενάχωρος
The sad news of the accident left everyone in tears.
- απογοητευτικός (για κάτι κακοφτιαγμένο)
The movie had such sad special effects that it was hard to watch.