·

role (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “role”

ενικός role, πληθυντικός roles
  1. ρόλος (σε θεατρικό έργο)
    She got the leading role in the new movie.
  2. ρόλος (σε οργανισμό ή κοινωνία)
    As a manager, his role involves overseeing the entire project.
  3. ρόλος (βαθμός σημασίας)
    The internet plays a crucial role in modern communication.
  4. ρόλος (πληροφορική, ένα σύνολο δικαιωμάτων ή ευθυνών που ανατίθενται σε έναν χρήστη ή μια διεργασία)
    The administrator assigned the new employee a user role with limited access.