ουσιαστικό “role”
ενικός role, πληθυντικός roles
- ρόλος (σε θεατρικό έργο)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She got the leading role in the new movie.
- ρόλος (σε οργανισμό ή κοινωνία)
As a manager, his role involves overseeing the entire project.
- ρόλος (βαθμός σημασίας)
The internet plays a crucial role in modern communication.
- ρόλος (πληροφορική, ένα σύνολο δικαιωμάτων ή ευθυνών που ανατίθενται σε έναν χρήστη ή μια διεργασία)
The administrator assigned the new employee a user role with limited access.