ουσιαστικό “retirement”
ενικός retirement, πληθυντικός retirements ή μη μετρήσιμο
- συνταξιοδότηση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After she retired from teaching, she spent her retirement traveling and enjoying her hobbies.
- αποχώρηση (από την εργασία)
His retirement from the company was announced at the annual meeting.