·

rested (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
rest (ρήμα)

επίθετο “rested”

βασική μορφή rested (more/most)
  1. ξεκούραστος (για άνδρες) / ξεκούραστη (για γυναίκες) / ξεκούραστο (για αντικείμενα ή ουδέτερο γένος)
    After a full night's sleep, she woke up feeling well-rested and ready for the day.