·

renaissance (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
Renaissance (Κύριο Όνομα, επίθετο)

ουσιαστικό “renaissance”

ενικός Renaissance, πληθυντικός renaissances
  1. αναγέννηση ή αναβίωση· μια περίοδος ανανεωμένης δραστηριότητας ή ενδιαφέροντος για κάτι
    After years of decline, the town is experiencing a renaissance with new shops and businesses opening.