επίθετο “regulatory”
βασική μορφή regulatory, μη βαθμ.
- ρυθμιστικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company had to comply with new regulatory requirements set by the government.