ρήμα “regrind”
απαρέμφατο regrind; αυτός regrinds; αόριστος reground; μετοχή αορ. reground; μετοχή ενεστ. regrinding
- ξαναλέθω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After the first attempt, the workers had to regrind the metal to achieve a smoother finish.