·

recurring deposit (EN)
φράση

φράση “recurring deposit”

  1. επαναλαμβανόμενη κατάθεση (μια κατάθεση που γίνεται αυτόματα σε έναν λογαριασμό σε τακτά χρονικά διαστήματα)
    She set up a recurring deposit to transfer part of her salary into a savings account every month.