ουσιαστικό “realm”
ενικός realm, πληθυντικός realms
- πεδίο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
In the realm of mathematics, accuracy is paramount.
- βασίλειο
The queen's decree was law throughout the realm.
- βασίλειο (σε φανταστικό ή μαγικό πλαίσιο)
The sorcerer summoned creatures from a dark realm to do his bidding.
- υπερβασίλειο
Scientists classified the newly discovered virus within its own unique realm due to its unusual characteristics.