·

racing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
race (ρήμα)

ουσιαστικό “racing”

ενικός racing, πληθυντικός racings ή μη μετρήσιμο
  1. αγώνες ταχύτητας
    She has always loved horse racing, attending every event at the local track.