επίθετο “quaint”
βασική μορφή quaint (more/most)
- ασυνήθιστο και γοητευτικό με έναν παλιομοδίτικο τρόπο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The small town was filled with quaint cottages and cobblestone streets that made it feel like a step back in time.