·

quaint (EN)
επίθετο

επίθετο “quaint”

βασική μορφή quaint (more/most)
  1. ασυνήθιστο και γοητευτικό με έναν παλιομοδίτικο τρόπο
    The small town was filled with quaint cottages and cobblestone streets that made it feel like a step back in time.