·

principle (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “principle”

ενικός principle, πληθυντικός principles
  1. αρχή (ένας κανόνας)
    There are several principles you must follow if you want to serve in the army.
  2. αρχή (μια ιδέα που είναι λόγος για κάτι)
    Freedom of speech is the guiding principle of the laws of some countries.
  3. αρχή (θεμελιώδης νόμος σε μια επιστημονική θεωρία)
    Bernoulli's principle is a fundamental concept in fluid dynamics.