επίθετο “prepared”
βασική μορφή prepared (more/most)
- πρόθυμος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She was prepared to face any challenge that came her way.
- προετοιμασμένος (κατάλληλος για χρήση)
The chef stored the prepared ingredients in the fridge for tomorrow's special.