ουσιαστικό “playdough”
ενικός playdough, πληθυντικός playdoughs ή μη μετρήσιμο
- πλαστελίνη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The children spent the afternoon making animals out of playdough.