ουσιαστικό “pie”
ενικός pie, πληθυντικός pies
- πίτα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She baked a cherry pie for dessert.
- (ΗΠΑ) πίτσα
They ordered a large pepperoni pie for dinner.
- πίτα (οικονομικοί πόροι)
Everyone wants a bigger piece of the pie.
- πίτα (διάγραμμα)
The report included a pie showing the company's market share.