επίθετο “perceptible”
βασική μορφή perceptible (more/most)
- αντιληπτός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The faint scent of flowers was just perceptible in the evening breeze.