ρήμα “ignore”
απαρέμφατο ignore; αυτός ignores; αόριστος ignored; μετοχή αορ. ignored; μετοχή ενεστ. ignoring
- αγνοώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He ignored the warning signs and went swimming in the dangerous waters.
- προσποιούμαι ότι δεν παρατηρώ (κάποιον ή κάτι)
Even though his phone kept ringing during the movie, he ignored it and kept watching.