ουσιαστικό “pear”
ενικός pear, πληθυντικός pears
- αχλάδι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
For dessert, she decided to bake a pear pie.
- αχλαδιά
In the garden, the pear was heavy with ripe fruit, ready to be picked.
- ξύλο αχλαδιάς
The craftsman chose pear for the chess pieces because of its fine grain and durability.