·

organ (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “organ”

ενικός organ, πληθυντικός organs ή μη μετρήσιμο
  1. όργανο
    The heart is an organ that pumps blood throughout the body.
  2. εκκλησιαστικό όργανο
    The church's organ filled the room with majestic sound as the organist played hymns.
  3. οργανισμός (σε πλαίσιο οργάνωσης ή διακυβέρνησης)
    The World Health Organization acts as an organ of the United Nations, focusing on global health issues.
  4. εντυπο (σε πλαίσιο επίσημης έκδοσης από οργανισμό)
    The monthly organ of the local gardening club features tips on seasonal planting and member success stories.
  5. όργανο (σε σεξουαλικό πλαίσιο)
    In a crude joke, he referred to his organ as his "best instrument."