ουσιαστικό “offering”
ενικός offering, πληθυντικός offerings
- προσφορά (ως δώρο ή συνεισφορά)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The community center accepts offerings of food and clothing for the needy.
- προσφορά (θρησκευτική θυσία ή δώρο που προσφέρεται σε μια θεότητα)
They left gold and incense as offerings at the temple altar.
- προσφορά (προϊόν ή υπηρεσία προς πώληση)
The company's latest offering is a groundbreaking electric car.