·

offering (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “offering”

ενικός offering, πληθυντικός offerings
  1. προσφορά (ως δώρο ή συνεισφορά)
    The community center accepts offerings of food and clothing for the needy.
  2. προσφορά (θρησκευτική θυσία ή δώρο που προσφέρεται σε μια θεότητα)
    They left gold and incense as offerings at the temple altar.
  3. προσφορά (προϊόν ή υπηρεσία προς πώληση)
    The company's latest offering is a groundbreaking electric car.