·

oaks (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
oak (ουσιαστικό)

ουσιαστικό “oaks”

ενικός oaks, πληθυντικός oaks
  1. oaks (μια ειδική ιπποδρομία μόνο για τριετείς φοράδες)
    Sarah's horse won the prestigious Oaks last weekend, competing against the best 3-year-old fillies.