·

month (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “month”

ενικός month, πληθυντικός months ή μη μετρήσιμο
  1. μήνας
    February is the shortest month of the year, with only 28 days, except in a leap year when it has 29.
  2. μήνας (περίοδος περίπου 30 ημερών από οποιαδήποτε ημέρα)
    Her birthday is in two months, so we need to start planning the party soon.