ουσιαστικό “mistake”
ενικός mistake, πληθυντικός mistakes
- λάθος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He realized his mistake when he saw the correct answer.
ρήμα “mistake”
απαρέμφατο mistake; αυτός mistakes; αόριστος mistook; μετοχή αορ. mistaken; μετοχή ενεστ. mistaking
- μπερδεύω (με κάποιον άλλον)
She mistook the stranger for her friend from college.
- παρεξηγώ (ως κάτι άλλο)
He mistook her silence as agreement, but she was actually upset.