·

mention (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “mention”

απαρέμφατο mention; αυτός mentions; αόριστος mentioned; μετοχή αορ. mentioned; μετοχή ενεστ. mentioning
  1. αναφέρω
    During the meeting, Sarah mentioned that she would be on vacation next week.

ουσιαστικό “mention”

ενικός mention, πληθυντικός mentions ή μη μετρήσιμο
  1. αναφορά
    During the meeting, she made a brief mention of the upcoming project deadlines.
  2. μια ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα που αναφέρει τον λογαριασμό σου
    Every morning, she checks her mentions on Twitter to see who has interacted with her posts overnight.