ουσιαστικό “list”
ενικός list, πληθυντικός lists ή μη μετρήσιμο
- λίστα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Before going shopping, she made a list of everything she needed to buy.
- κλίση (σε ναυτικό πλαίσιο)
After taking on water, the boat began to list heavily to the starboard side.
ρήμα “list”
απαρέμφατο list; αυτός lists; αόριστος listed; μετοχή αορ. listed; μετοχή ενεστ. listing
- καταρτίζω λίστα
Before going shopping, she listed all the ingredients she needed for the recipe.
- συμπεριλαμβάνω σε λίστα
All ingredients are listed on the back of the packaging.
- εισάγω στο χρηματιστήριο
Next month, they plan to list their startup on the NASDAQ to attract more investors.
- κλίνω (σε ναυτικό πλαίσιο)
After taking on water, the boat began to list dangerously to the starboard side.