·

cybersecurity (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “cybersecurity”

ενικός cybersecurity, μη μετρήσιμο
  1. κυβερνοασφάλεια (προστασία των συστημάτων υπολογιστών και των δικτύων από κυβερνοεπιθέσεις)
    The company invests heavily in cybersecurity to safeguard customer information.
  2. κυβερνοασφάλεια (η μελέτη ή το πεδίο που επικεντρώνεται στην προστασία των υπολογιστικών συστημάτων από ψηφιακές απειλές)
    She decided to pursue a career in cybersecurity.