·

lighter (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
light (επίθετο)

ουσιαστικό “lighter”

ενικός lighter, πληθυντικός lighters
  1. αναπτήρας
    She flicked her lighter and the candlelit room became even cozier.
  2. φορτηγίδα (συνήθως για μεταφορά αγαθών σε κανάλια ή από/προς μεγαλύτερα πλοία)
    The cargo was transferred onto a lighter for transport to the dock.