·

latest (EN)
επίθετο, επίρρημα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
late (επίρρημα, επίθετο)

επίθετο “latest”

βασική μορφή latest, μη βαθμ.
  1. τελευταίος
    I just downloaded the latest version of the app.

επίρρημα “latest”

latest (more/most)
  1. το αργότερο
    Submit your application latest by midnight to be considered for the scholarship.