·

intricacy (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “intricacy”

ενικός intricacy, πληθυντικός intricacies ή μη μετρήσιμο
  1. πολυπλοκότητα
    The intricacy of the puzzle kept her occupied for hours.
  2. περίπλοκο πράγμα
    The clockmaker explained the intricacies of the antique clock's mechanism to the fascinated visitors.